- ἀμείβοντι
- ἀμείβωchangepres part act masc/neut dat sgἀμείβωchangepres ind act 3rd pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀμείβοντ' — ἀμείβοντα , ἀμείβω change pres part act neut nom/voc/acc pl ἀμείβοντα , ἀμείβω change pres part act masc acc sg ἀμείβοντι , ἀμείβω change pres part act masc/neut dat sg ἀμείβοντι , ἀμείβω change pres ind act 3rd pl (doric aeolic) ἀ̱μείβοντο ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμείβω — (Α ἀμείβω) 1. παρέχω αντιμισθία, πληρώνω την αμοιβή για κάποια εργασία 2. (με ηθική σημασία) παρέχω ηθική αμοιβή ως πληρωμή για προσφερόμενη υπηρεσία, ανταμείβω, ανταποδίδω αρχ. Ι ενεργ. 1. δίνω ως αντάλλαγμα 2. παίρνω ως αντάλλαγμα 3. (για τόπο) … Dictionary of Greek